βουρκονέρι

βουρκονέρι
τό
1) см. βούρκος 1; 2) πλ. болото

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βουρκονέρι" в других словарях:

  • βουρκονέρι — το νερό από βούρκο, τέλμα …   Dictionary of Greek

  • λασπονέρι — το νερό θολό από τη λάσπη, βουρκονέρι: Μετά τη βροχή οι λακκούβες ήταν γεμάτες λασπονέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»